αμεριμνοσύνη

αμεριμνοσύνη
η [αμέριμνος]
αμεριμνησία, αφροντισιά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αμέριμνος — η, ο (AM ἀμέριμνος, ον) αυτός που δεν έχει μέριμνες, φροντίδες, ο ξένοιαστος αρχ. 1. αυτός, για τον οποίο δεν μεριμνά κανείς, ο παραμελημένος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀμέριμνον η αμεριμνησία. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + μέριμνα. ΠΑΡ. αρχ. ἀμεριμνῶ αρχ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”